- μελανώνω
- μελάνωσα, μελανώθηκα, μελανωμένος1. βάφω ή λερώνω με μελάνι: Μελάνωσα το γραφείο.2. αλείφω κάτι με μελάνι: Μελάνωσα τη σφραγίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελανώνω — και μελανώ (ΑM μελανῶ, όω, Μ και μελανώνω) [μέλας, ανος] καθιστώ κάτι μαύρο, μαυρίζω νεοελλ. 1. κηλιδώνω, λερώνω κάτι με μελάνη 2. επαλείφω τυπογραφικά στοιχεία ή σφραγίδα με μελάνη μσν. μέσ. μελανοῦμαι, όομαι και μελανώνομαι α) είμαι μαύρος,… … Dictionary of Greek
μελάνωση — Μη φυσιολογική εναπόθεση μελανίνης στους ιστούς, και ιδιαίτερα στο δέρμα. (Βοτ.) Ασθένεια που προσβάλλει τους ιστούς των φυτών, προκαλώντας παθολογικές αλλοιώσεις· γενικά, πάνω στο προσβεβλημένο όργανο εμφανίζονται πολλές διάχυτες μελανές κηλίδες … Dictionary of Greek
αμελάνωτος — η, ο [μελανώνω] αυτός που δεν μελανώθηκε, δεν λερώθηκε ή δεν μουτζουρώθηκε με μελάνι … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελάνωμα — Όγκος του δέρματος που προέρχεται από μελανοκύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα της επιφανειακής στιβάδας του δέρματος που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της μελανίνης, της χρωστικής του δέρματος που το προστατεύει από τη βλαβερή επίδραση του ηλίου.… … Dictionary of Greek
μελανούμαι — (ΑM μελανοῡμαι, όομαι) βλ.μελανώνω … Dictionary of Greek
μελανωτής — ο ο εργάτης που τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με μελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν και γαλλοελληνικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek